- πεντηκοστόεκτος
- -ον, Α1. ο πεντηκοστός έκτος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκοστόεκτοντο πεντηκοστό έκτο μέρος ενός πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἕκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκοστόεκτος — fifty sixth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστόεκτον — πεντηκοστόεκτος fifty sixth masc/fem acc sg πεντηκοστόεκτος fifty sixth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)